-
1 ἀ-διά-σπαστος
ἀ-διά-σπαστος, unzerrissen, τάξις Pol. 1, 34, 5, – Adv. - στως διαγεγενημένη ἀρχή Xen. Ag. 1, 4, ist ungetheilt geblieben.
1 ἀ-διά-σπαστος
ἀ-διά-σπαστος, unzerrissen, τάξις Pol. 1, 34, 5, – Adv. - στως διαγεγενημένη ἀρχή Xen. Ag. 1, 4, ist ungetheilt geblieben.